- συνεκτρέπομαι
- συνεκ-τρέπομαι, [voice] Pass.,A vary with, c. dat., Ptol. Tetr.3 (as cited by Sch.p.4): abs., vary together, Gal.6.384.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεκτρέπομαι — ΜΑ [ἐκτρέπομαι] 1. παρεκτρέπομαι μαζί με κάποιον («τὰ τοῡ δήμου θράση συνεκτραπέντα τοῡ τυράννου τῇ μέθῃ», Πισίδ.) 2. απόλ. εκτρέπομαι συγχρόνως … Dictionary of Greek